καινοπηγής

Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A newly put together, new-made, A.Th.642.

German (Pape)

[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ-πηγής, νεο-πηγής].

Greek Monotonic

καινοπηγής: -ές (πήγνυμι), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καινοπηγής: новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый (σάκος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.

Middle Liddell

καινο-πηγής, ές πήγνυμι
newly put together, newmade, Aesch.