κακιστέον

Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A one must bring reproach on, c. acc., E.IT105.

Greek Monotonic

κᾰκιστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, ντροπή, μομφή έναντι κάποιου, τινά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.