for κατά before τ, A v. καττά.
κάτ: ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ τ, ἴδε ἐν λ. καττά.
κάτ: αντί κατά πριν από το τ, βλ. καττά.
κάτ Αeol. voor κατά voor de letter τ, zie κατά.