καττά

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καττά Medium diacritics: καττά Low diacritics: καττά Capitals: ΚΑΤΤΑ
Transliteration A: kattá Transliteration B: katta Transliteration C: katta Beta Code: katta/

English (LSJ)

Dor. for κατὰ τά, καττάδε for κατὰ τάδε, καττάν for κατὰ τήν, κατταύταν for κατὰ ταύτην, etc. καττάνῠσαν, v. κατατανύω. καττίτερος, καττιτέρινος, κάττυμα, Att. for κασσ-.

German (Pape)

[Seite 1406] d. i. κατὰ τά, in einem Orakel bei Dem. 43, 66.

Russian (Dvoretsky)

καττά: дор. ap. Thuc. = κατὰ τά.

Greek (Liddell-Scott)

καττά: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κατὰ τά, Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 79, Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 11· οὕτω, καττάδε ἀντὶ κατὰ τάδε, παρὰ Θουκ. 5. 77· καττὰν ἀντὶ κατὰ τήν, Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 8.

Greek Monolingual

καττά (Α)
(δωρ. τ.) κατὰ τά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατά τά με αποκοπή του -α].

Greek Monotonic

καττά: Δωρ. αντί κατὰ τά και καττάδε αντί κατὰ τάδε, παρά Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καττά Dor. voor κατὰ τά.