κακοπρόσωπος

Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A ugly-faced, Posidipp.43, Plu.2.1058a; τὸ κακοπρόσωπον Xenocr. ap. Stob.4.40.24.

German (Pape)

[Seite 1302] mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laid de visage, difforme.
Étymologie: κακός, πρόσωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφος
νεοελλ.
(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρόσωπος: некрасивый лицом (δύσμορφος καὶ κ. Plut.).