καλλίπολις

Revision as of 10:39, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A fair city, Pl.R.527c: freq. as pr.n.:— hence Καλλιπολῖται, οἱ, Hdt.7.154, etc.

German (Pape)

[Seite 1310] ἡ, schöner Staat, od. Schönstaat, zum Scherz von Plat. Rep. VII, 527 a gebildet; Themist.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπολις: -εως, ἡ, ὡραῖα πόλις, Πλάτ. Πολ. 527C· συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Ἡρόδ, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
belle ville.
Étymologie: καλός, πόλις.

Greek Monolingual

καλλίπολις, ἡ (AM)
η ωραία πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + πόλις.

Greek Monotonic

καλλίπολις: -εως, ἡ, ωραία πόλη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπολις: εως ἡ прекрасное государство или прекрасный город Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπολις -εως, ἡ [καλός, πόλις] Mooi-stad; modelstaat.

Middle Liddell

καλλί-πολις, εως
fair-city, Plat.