καρυηρός

Revision as of 10:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ά, όν, A nut-like, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, cf. 3.11.4.

German (Pape)

[Seite 1331] nußartig, zur Nuß gehörig, σπέρματα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυηρός: -ά, -όν, εἰς κάρυον ἀνήκων, ὅμοιος καρύῳ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3.

Greek Monolingual

καρυηρός, -ά, -όν (Α)
2. αυτός που μοιάζει με καρύδι («καρυηρὰ σπέρματα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματ-ηρός, οσμ-ηρός)].