κατέσκληκα

Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. κατασκέλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατασκέλλω.

Greek Monotonic

κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.