A = κερτομέω, Hsch.; perh. to be read in B.1.34.
[Seite 1423] = κερτομέω, Hesych., vgl. σκερβολέω.
κερβολέω: (ὡσαύτως σκερβολέω ἢ σκερβόλλω), = κερτομέω, «κερβολοῦσα· λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα. ἀπατῶσα» Ἡσύχ., Βακχυλ. Ι (d) 6, Blass.