κεστρῖνος

Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = κεστρεύς, Anaxandr.34.8, Hyp.Fr.188. II in pl., pieces of the fish κέστρα, EM506.45, Phot.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, = κεστρεύς; Anaxandr. Ath. VII, 307 f; Hyperid. bei Harpocr.; aber nach B. A. 271 τόμια καὶ τεμάχη τῶν ἰχθύων; vgl. E. M 506, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κεστρῖνος: ὁ, = κεστρεύς, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τεμάχια τοῦ ἰχθύος, κέστρα, Ἐτυμολ. Μέγ. 506. 45. Φώτ.

Greek Monolingual

κεστρῑνος, ὁ (Α)
1. κεστρεύς
2. στον πληθ. οί κεστρῑνοι
τα τεμάχια του ψαριού κέστρα, της σφύραινας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κεστρεύς.