κέστρα
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
ἡ,
A hammer, S.Fr.20.
2 bolt hammered in to pack τόνοι in a torsion-engine, Ph.Bel.61.14, Hero Bel.108.12.
II a fish, = σφύραινα, Ar.Nu.339, Stratt.28, Antiph.97, Speus. ap. Ath.7.323b.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ (κεντέω), 1) der Spitzhammer, mit einem gespitzten u. einem kolbigen Ende, Soph. frg. 21 bei Poll. 10, 160. – Auch der Pfriem u. die Streitaxt, Hesych. – 2) ein Fisch, nach Poll. 6, 50 = σφύραινα, od. nach Phot. μύραινα, der als Leckerei berühmt war, Ar. Nubb. 338, wo der Schol. zu vergleichen; s. noch die Beispiele der comici det Ath. VII, 323 b u. vgl. κεστρεύς.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. n. d'un instrument aigu :
1 marteau pointu;
2 poinçon;
II. sorte de poisson (c. κεστρεύς).
Étymologie: DELG -.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέστρα -ας, ἡ [κεντέω] Dor. gen. plur. -ᾶν, harder (soort vis).
Russian (Dvoretsky)
κέστρα: ἡ
1 остроконечный молоток Soph.;
2 (дор. gen. pl. κεστρᾶν) предполож. рыба кефаль Arph.
Greek Monolingual
η (Α κέοτρα)
νεοελλ.
1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό
2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν. γκαβίλια ή σουβλί
1. είδος σφυριού («κέστρᾳ σιδηρᾷ πλευρὰ καὶ κατὰ ῥάχιν ἢλαυνε παίων», Σοφ.)
2. καρφί που μπηγόταν για να στερεώσει τους τόνους τών πολεμικών μηχανών, δηλ. τους ιμάντες που τίς τέντωναν για να εκσφεδονίσουν τα βλήματα
3. είδος περιζήτητου κατά την αρχαιότητα ψαριού, ή σφύραινα
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀμυντήριον ὅπλον, σφύρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντώ. Η ονομ. του ψαριού λόγω του σχηματός του, που έμοιαζε με σφυρί].
Greek Monotonic
κέστρα: ἡ (κεντέω), ψάρι που εκτιμούσαν πολύ οι Έλληνες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κέστρα: ἡ, (κεντέω) εἶδος σφυρίου, Σοφ. (Ἀποσπ. 21) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 160, πρβλ. Ἡσύχ. ΙΙ. ἰχθὺς μεγάλως μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων τιμώμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 329, κτλ.· οὗ τὸ ὄνομα τοῦτο Ἀττικώτερον τοῦ ὀνόματος σφύραινα, ὃ ἴδε· πρβλ. κεστρῖνος ΙΙ.
Middle Liddell
κέστρα, ἡ, κεντέω
a fish held in esteem among the Greeks, Ar.