ή, ον, A stained, soiled, Suid., Gloss.
κηλῑδωτός: -ή, -όν, πλήρης κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.
-ή, -ό (Α κηλιδωτός, -ή, -ον)κηλίςγεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.