κηλιδωτός

Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, ον, A stained, soiled, Suid., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κηλῑδωτός: -ή, -όν, πλήρης κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κηλιδωτός, -ή, -ον)
κηλίς
γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.