ον, A bearing κίκι, γῆ PPetr.3p.135 (cf. p.xvii) (iii B.C.).
κικιοφόρος, -ον (Α)πάπ. (για τη γη) αυτός που παράγει κίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + -φόρος (< φόρος < φέρω)].