κικιοφόρος

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κικιοφόρος Medium diacritics: κικιοφόρος Low diacritics: κικιοφόρος Capitals: ΚΙΚΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kikiophóros Transliteration B: kikiophoros Transliteration C: kikioforos Beta Code: kikiofo/ros

English (LSJ)

κικιοφόρον, bearing κίκι, γῆ PPetr.3p.135 (cf. p.xvii) (iii B.C.).

Greek Monolingual

κικιοφόρος, -ον (Α)
πάπ. (για τη γη) αυτός που παράγει κίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + -φόρος (< φόρος < φέρω)].