ᾱκός, ἡ, Dor. for κλείς, A key, IG42(1).102.110, al. (Epid., iv B.C.), 5(1).1390.92 (Andania, i B.C.), Theoc.15.33.
κλᾴξ: -℁κός, ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κλείς, «κλειδί», Θεόκρ. 15. 33.
κλᾴξ: v. l. κλάξ ἡ Theocr. = κλείς.