κνῆμα

Revision as of 12:41, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. κνῆσμα.

German (Pape)

[Seite 1460] τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆμα: τό, (κνάω) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.

Greek Monolingual

κνῆμα, τὸ (Α)
κνήσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα].