κομμιδώδης

Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A gummy, Thphr.CP5.10.2.

German (Pape)

[Seite 1478] ες, gummiartig, voll Gummi, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κομμῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόμμι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 2.

Greek Monolingual

κομμιδώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ-ίδ-ιον + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ασβεστ-ώδης, γρανιτ-ώδης)].