κρινάνθεμον

Revision as of 13:06, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A houseleek, Hp.Nat.Mul.32. 2 = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122.

German (Pape)

[Seite 1509] τό, Hauslaub, sedum, Hippocr.

Spanish

siempreviva

Greek Monolingual

κρινάνθεμον, τὸ (Α)
1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών
2. το φυτό ημεροκαλλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον.