κυκλοπόρος
English (LSJ)
ον, A moving in a circle, βία Heraclit.All.12.
Greek Monolingual
κυκλοπόρος, -ον (Α)
αυτός που κινείται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο-πόρος, οδοι-πόρος)].
ον, A moving in a circle, βία Heraclit.All.12.
κυκλοπόρος, -ον (Α)
αυτός που κινείται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο-πόρος, οδοι-πόρος)].