πέρασμα
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περνώ, η μετακίνηση από έναν χώρο σε άλλον και το σημείο ή το μέρος από όπου γίνεται αυτή η μετάβαση («το πέρασμα του ποταμού από τη γέφυρα»)
2. η διέλευση κάποιου από έναν τόπο («στο πέρασμά μου από την πόλη σας θα σάς επισκεφθώ»)
3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαπερνώ, το να περνάει κανείς κάτι διά μέσου κάποιου άλλου («το πέρασμα της κλωστής από τη βελόνα»)
4. το μέρος από όπου μπορεί κανείς να διαβεί ποταμό, πορθμό κ.λπ., το διάβα («κι εκόπηκε το πέρασμα κι εκόπη το γιοφύρι, που 'κει περνάει η κλεφτουριά», δημ. τραγούδι)
5. (για τον χρόνο) παρέλευση («με το πέρασμα του χρόνου θα το ξεχάσεις»)
6. (κυνηγ.) η διάβαση αποδημητικών πουλιών διά μέσου της χώρας σε ορισμένη εποχή του έτους, ανάλογα με το κλίμα της χώρας «το πέρασμα τών ορτυκιών»)
7. το παροδικό
8. διαβίωση, επιβίωση («έχουμε ψωμί μόνον για πέρασμα»)
9. μουσ. τμήμα ενός μουσικού έργου, χωρίς καθορισμένη έκταση και όχι απαραιτήτως αυτόνομο καθώς και διαδοχή κλιμάκων, αρπισμάτων ή άλλων ποικιλματων που έχουν ως σκοπό την επίδειξη δεξιοτεχνίας
10. φρ. «βασιλικό πέρασμα» — πολυσύχναστος δρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. πέρασα του περνώ + κατάλ. -μα].