κόρυνθος

Revision as of 13:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, kind of A cake, Id. II epith. of Apollo, near Asine, Ἀρχ.Δελτ.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

κόρυνθος: ὁ, εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόρυνθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Ασίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς.