κόρυνθος
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ὁ, kind of
A cake, Id.
II epithet of Apollo, near Asine, Ἀρχ.Δελτ.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
κόρυνθος: ὁ, εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόρυνθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Ασίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς.