κῦφος

Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εος, τό, A hump, hunch, Hdn.Gr.1.225, Aët. ap. Phot.Bibl. p.180 B… II = κύπελλον, EM549.8.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, Krümmung, Buckel, Hippocr. u. a. Medic.; – hohles Gefäß, Kufe, E. M. 549, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κῦφος: -εος, τό, κύφωμα, κύρτωμα, «καμποῦρα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀέτ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 180. 1, Ἀρκάδ. ΙΙ. = κύπελλον, Ἐτυμ. Μέγ. 549. 8.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
bosse.
Étymologie: κύπτω.

Greek Monolingual

κῡφος, τὸ (Α) κυφός·1. κύρτωμα, καμπούρα
2. μικρή σκάφη, σκαφίδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῦφος -ους, zonder contr. -εος, τό [κυφός] kromming, bochel.