καμπούρα
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
η
1. κύρτωμα της ράχης ανθρώπου ή ζώου, εξόγκωμα, ύβος («η καμπούρα της καμήλας»)
2. μτφ. κάθε κύρτωμα ή προεξοχή του εδάφους ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος («η καμπούρα του σαμαριού»)
3. η ράχη
4. φρ. α) «στην καμπούρα μου» — στη ράχη μου, εις βάρος μου, σε μένα
β) «έχει πολλά στην καμπούρα του» — βαρύνεται για πολλά παραπτώματα
γ) «στο τέλος έπεσαν όλα στην καμπούρα μου» — τελικά θεωρήθηκα υπεύθυνος για όλα ή τα φορτώθηκα όλα στη ράχη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπούρης υποχωρητικά].