λεμβώδης

Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A like a λέμβος 11.2, πλοῖον Arist.IA710a31.

German (Pape)

[Seite 28] ες, von der Gestalt eines λέμβος, πλοῖον Arist. incess. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

λεμβώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα λέμβου, Ἀριστ. περὶ Πορείας ζῴων 10, 9.

Greek Monolingual

λεμβώδης, -ῶδες (Α) λέμβος
αυτός που κατά το σχήμα μοιάζει με λέμβο.

Russian (Dvoretsky)

λεμβώδης: ладьеобразный, как у ладьи (πλοίου πρῷρα Arst.).