λεπτόφωνος

Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with small, weak voice, Sapph.Oxy.1231Fr.22.2, Arist.HA538b13 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 31] mit dünner, feiner Stimme, τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα Arist. H. A. 4, 11; Poll. 4, 114.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόφωνος: -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόφωνος, -ον)
αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνήπάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ημί-φωνος, παρά-φωνος].

Russian (Dvoretsky)

λεπτόφωνος: имеющий слабый голос (τὰ θέλεα Arst.).