λινοποιός

Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

όν, A making linen, Sch.Ar.Th.942.

German (Pape)

[Seite 49] Leinwand machend, webend, Schol. Ar. Thesm. 942.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.

Greek Monolingual

λινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που υφαίνει λινά υφάσματα.