λινοποιός

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοποιός Medium diacritics: λινοποιός Low diacritics: λινοποιός Capitals: ΛΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: linopoiós Transliteration B: linopoios Transliteration C: linopoios Beta Code: linopoio/s

English (LSJ)

λινοποιόν, making linen, Sch.Ar.Th.942.

German (Pape)

[Seite 49] Leinwand machend, webend, Schol. Ar. Thesm. 942.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.

Greek Monolingual

λινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που υφαίνει λινά υφάσματα.