λινοσπέρμινος

Revision as of 13:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

η, ον, A of linseed, ἔλαιον Aët.1.101.

Greek Monolingual

λινοσπέρμινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που παράγεται από λιναρόσπορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινόσπερμος (< λίνον + -σπερμος < σπέρμα)].