λιθόσπερμον

Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A gromwell, Lithospermum officinale, Dsc.3.141, Ps.-Gal.19.694.

German (Pape)

[Seite 46] τό, Steinsaamen, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόσπερμον: τό, φυτόν τι ἔχον φύλλα ὅμοια ἐλαίας, μακρότερα δὲ καὶ πλατύτερα, σπέρμα δὲ λιθῶδες ὀρόβῳ μικρῷ ἴσον, gromuell, Διοσκ. 3. 158, Γαλην., Πλίν.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lithosperme, plante.
Étymologie: λίθος, σπέρμα.