λυκοσκυτάλιον

Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, A = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de maïs, plante.
Étymologie: λύκος, σκυτάλιον.

Greek Monolingual

λυκοστυτάλιον, τὸ (Α)
το φυτό σησαμοειδές το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. του σκυτάλη «ράβδος»].