μήνιον

Revision as of 14:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140.

German (Pape)

[Seite 174] τό, Tempel der Mondgöttinn, Paus. 6, 26. – Bei Diosc. eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

μήνιον: τό, = παιονία Διοσκ. 3, 147 (157) ἐκ τῶν νόθων.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pivoine, plante.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

μήνιον, τὸ (Α)
η γλυκυσίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», λόγω της χρησιμότητας του φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις].