ητος, ἡ, A sublimity, Corn.ND20.
[Seite 160] ητος, ἡ, = Vorigem, Phurnut.
μετεωρότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μετέωρος, Κορνοῦτ. 110.
μετεωρότης, -ητος, ἡ (Α) μετέωροςτο να είναι κάτι μετέωρο.