μαλακόκισσος

Revision as of 14:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = μῖλαξ λεία, Gp.2.6.31.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόκισσος: ὁ, εἶδος κισσοῦ λείου ἢ περιπλοκάδος, Γεωπ. 2. 6, 31.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grand liseron plante, autre nom du σμῖλαξ λεῖα.
Étymologie: μαλακός, κισσός.

Greek Monolingual

μαλακόκισσος, ὁ (Μ)
το φυτό σμίλαξ η λεία.