μακρόπτερος

Revision as of 14:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A long-winged, Arist.PA644a20.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.

Russian (Dvoretsky)

μακρόπτερος: длиннокрылый (ὄρνις Arst.).