μακαριότης

Revision as of 14:59, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A happiness, bliss, ib.661b, Arist.EN1178b22, Epicur.Ep.1p.28U., etc.; as a title of bishops, Cod.Just.1.3.42 Intr., Just.Nov.3.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰριότης: -ητος, ἡ, εὐτυχία, εὐδαιμονία, Πλάτ. Νόμ. 661Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 7· - ὡς τίτλος ἀπονεμόμενος εἰς τοὺς ἐπισκόπους, ἡ μακαριότης ὑμῶν Σύνοδ. Καρθ. 1254Β· ἡ ὑμετέρα μακαριότης Ἱερών. Ι. 358 (41), Σύνοδ. Ἐφέσου 1141Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
félicité, béatitude.
Étymologie: μακάριος.

Greek Monotonic

μᾰκᾰριότης: -ητος, ἡ, ευτυχία, ευδαιμονία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰριότης: ητος ἡ блаженство, счастье Plat., Arst.

Middle Liddell

μᾰκᾰριότης, ητος, ἡ, [from μᾰκά˘ριος]
happiness, bliss, Plat., Arist.;