μελίχρυσος

Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A gold-honey-coloured, ἔθειραι Opp.C.1.315; λίθοι Plin.HN37.128.

German (Pape)

[Seite 125] honiggoldgelb, Opp. Cyn. 1, 314, ἔθειραι, l. d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίχρυσος, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού και του χρυσού, ο χρυσοκίτρινος (α. «μελίχρυσοι λίθοι», Πλίν.
β. «το δειλινό το μελίχρυσο χύνονταν γύρω», Παλαμ.).