δειλινό

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

Greek Monolingual

το (AM δειλινός, -ή, -όν)
δειλινό (AM το ουδ. ως ουσ.)
1. το δείλι
2. το βραδινό φαγητό, το δείπνο («έφαγα το δειλινό μου»)
3. (ως επίρρ.) κατά το δειλινό («το δειλινό θε να 'ρθω», «... ὡς περιπατήσαιμι τὸ δειλινὸν ἐν Κεραμεικῷ»)
νεοελλ.
1. φυτό του οποίου τα άνθη ανοίγουν το δειλινό και ξανακλείνουν τα πέταλά τους το πρωί
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δειλινή
το απόγευμα («νύκτας, ἡμέρας καὶ πουρνὰς καὶ δειλινὰς κ' ἑσπέρας»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείλι
2. ο δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. δειλινός < δείλη.