μεθόπωρον

Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = μετόπωρον, Phld.Piet.in Stud.Pal.6.130, Hsch., and codd. of Hp.Aër.6, etc.:—hence μεθοπωρινός, = μετοπ-, Eudox. Ars2.28, al.; μ. πυλαία BCH38.26 (Delph., ii B. C.); ἰσημερία μ. Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μεθόπωρον: μετόπωρον· «μετὰ τὴν ὀπώραν. τροπὴ μετὰ τὸ θέρος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεθόπωρον, το (ΑM)
το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -οπωρον (< ὀπώρα και ὁπώρα «φθινόπωρο»)].