ὀπώρα

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπώρα Medium diacritics: ὀπώρα Low diacritics: οπώρα Capitals: ΟΠΩΡΑ
Transliteration A: opṓra Transliteration B: opōra Transliteration C: opora Beta Code: o)pw/ra

English (LSJ)

Ion. ὀπώρη, ἡ: sometimes ὁπώρα, cf. χεῖμα χὠπώραν, i.e. καὶ ὁπ-, Alcm.76 (χειμάχωι πάραν, etc. codd.); pr. nn.
A Ὁπωρίς IG5(1).1497, Hopora CIL6.21782; cf. μεθόπωρον, μεθοπωρινός:—the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus (i.e. the last days of July, all August, and part of September), the latter part of summer; Hom. names θέρος and ὀπώρη together, θέρος τεθαλυῖά τ' ὀπώρη Od.11.192; Σείριος being the star of ὀπώρη, Il.22.27; cf. ὀπωρινός.—In later times it became the name of a definite season, autumn (v. ὥρα 1.1 c), but was still used sometimes to denote summer (autumn being distinguished as φθινόπωρον or μετόπωρον), ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας X.HG3.2.10, cf. Ar.Av.709, Arist.Mete.348a1; ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει Hdt.4.199; νέας δ' ὀπώρας ἡνίκ' ἂν ξανθῇ στάχυς A.Fr.304.7.
II fruit, γλαυκῆς ὀπώρας.. ποτοῦ χυθέντος.. Βακχίας ἀπ' ἀμπέλου S.Tr.703; τέμνεται βλαστουμένη καλῶς ὀ. Id.Fr.255.8; σικυούς, βότρυς, ὀπώραν Ar.Fr.569.1: so in Prose, X. HG2.4.25, Pl.Lg.844d, 845c, Arist.HA606b2, 629a2: in this sense also in plural, Is.11.43; Alcm. (75) even calls honey κηρίνα ὀπώρα; ἐαρινὴ ὀπώρα Alciphr.Fr.6.10.
III metaph., life's summer, the time of youthful ripeness, Pi.I.2.5; τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (v. οἰνάνθη) Id.N.5.6; ripe virginity, A.Supp.998, 1015; ὀ. Κύπριδος Chaerem.12.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, ion. ὀπώρη, 1) der Teil des Jahres vom Aufgange des Hundssterns bis zum Aufgange des Arkturus, unsere Hundstage und der Frühherbst (das Jahr in sieben Jahreszeiten getheilt: ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά); Hom. bezeichnet die ὀπώρα als die Zeit, wo der Sirius am Himmel zugleich mit der Sonne steht, ἀστέρα, ὅς ῥά τ' ὀπώρης εἶσιν, Il. 22, 27, u. läßt sie auf das θέρος folgen, αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος τεθαλυῖά τ' ὀπώρη, Od. 11, 192. 13, 76. 14, 384; nach Il. 16, 385, ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, ist es auch die Regenzeit; vgl. Hes. O. 676; u. es weht dann der Boreas, Il. 21, 346 Od. 5, 328, oder nach Hes. O. 679 der Notos, was vielleicht auf die verschiedenen klimatischen Verhältnisse der Verfasser jener Stellen gehen kann; Xen. Hell. 3, 2, 10 vrbdt ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας. – 2) weil in dieser Jahreszeit alle Früchte reisen (vgl. oben τεθαλυῖα ὀπώρη), bezeichnet ὀπώρα auch die Früchte selbst, bes. Baumfrüchte, Obst u. Weintrauben; so γλαυκῆς ὀπώρας ὥςτε πίονος ποτοῦ χυθέντος εἰς γῆν Βακχίας ἀπ' ἀμπέλου, Soph. Trach. 700, von Weinmost; ὃς ἂν ἀγροίκου ὀπώρας γεύσηται, βοτρύων εἴτε καὶ σύκων, Plat. Legg. VIII, 844 d; οἶνος καὶ ὀπῶραι, Is. 11, 43; u. so ist auch ὀπώραν πρίασθαι ἢ θέρος μισθοῦσθαι, Dem. 53, 21, zu nehmen, den Fruchtertrag pachten; ὅτι οὔτ' ἀκρόδρυα, οὔτ' ὀπώρα χρόνιος, Arist. H. A. 8, 28; Sp., ἡ τῆς ὀπώρας συγκομιδή, Pol. 4, 66, 7; Alcman bei Ath. XIV, 648 b nennt den Honig κηρίναν τ' ὀπώραν. – Übertr., die kräftigste, blühendste Jugendzeit, die Zeit eben erlangter Mannbarkeit, εἶχεν Ἀφροδίτας μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν, Pind. I. 2, 5 (vgl. οἰνάνθη); so Aesch. τέρειν' ὀπώρα δ' εὐφύλακτος οὐδαμῶς, Suppl. 976, vgl. 993; πολλὴν ὀπώραν Κύπριδος εἰσορᾶν παρῆν, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f. – [Die Ableitung schwankt schon bei den Alten zwischen ὀποῦ ὥρα, die Jahreszeit des Saftes, wo die Früchte sich in ihrer saftigsten Fülle befinden, oder von ἐπί, ὄπιθεν, die spätere Jahreszeit, die nach der eigtl. ὥρα = θέρος eintritt.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
propr. arrière-saison, càd :
1 fin de l'été, à partir de la canicule ; l'automne, la saison des fruits ; fig. maturité ou vigueur de l'âge;
2 fruits de l'automne (fruits, raisin).
Étymologie: ὄψ, ὥρα -- DELG ὀπι-, ὥρα ou mieux *ὄ[σ]αρ « été » càd « après-été », cf. v-pruss. assanis « automne », got. asans « été ».

Russian (Dvoretsky)

ὀπώρᾱ: ион. ὀπώρη
1 конец лета или ранняя осень (третье из семи времен года греч. календаря - между θέρος и φθινόπωρον, т. е. конец июля, август и начало сентября, от восхождения Сириуса до восхождения Арктура): (ἀστήρ, sc. Σείριος), ὅς ῥά τ᾽ ὀπώρης εἶσιν Hom. звезда Сириус, которая восходит поздним летом;
2 время сбора плодов (ἐπ᾽ ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀ. ἐπέχει Her.);
3 возмужалость, расцвет юности Pind., Aesch.;
4 плоды Soph., Plat. etc.: ὀ. Βακχίας ἀπ᾽ ἀμπέλου Soph. виноград.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπώρα: Ἰων. -ρη, ἡ· Λακων. ὀπάρα, Ἀλκμὰν 63· (ἴδε ἐν λ. ὥρα)· - τὸ μέρος τοῦ ἔτους τὸ μεταξὺ τῆς ἐπιτολῆς τοῦ Σειρίου καὶ τῆς τοῦ Ἀρκτούρου (δηλ. ἀπὸ τῶν μέσων Ἰουλίου, ὅλοςΑὔγουστος καὶ μέρος τοῦ Σεπτεμβρίου), τουτέστι τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ θέρους· οὕτως Ὁ Ἀριστοτέλης λέγει ὀπωρινὴ ἰσημερία, Μετεωρ. 3. 2, 3. Ὁ Ὅμ. ἔχει τὰ δύο θέρος καὶ ὀπώρη ὁμοῦ, θέρος τεθαλυῖά τ’ ὀπώρη Ὀδ. Λ. 191· ὁ Σείριος εἶναιἀστήρ τῆς ὥρας ταύτης τοῦ ἔτους, Ἰλ. Χ. 27, πρβλ. ὀπωρινός. - Παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσιν ἡ λέξις ἐδήλου ὡρισμένην τινὰ ὥραν τοῦ ἔτους, τὸ φθινόπωρον (ἴδε ὥρα Ι. 1. γ), ἀλλ’ ἦν ἔτι ἐν χρήσει μετὰ τῆς σημασίας τοῦ θέρους, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12. 1, καὶ ἴδε ὀπωρινός. Αὕτη ἦτο ἡ προσφορωτέρα ὥρα τοῦ ἔτους πρὸς πέπανσιν τοῦ καρποῦ τῶν τε ἀγρῶν καὶ τῶν δένδρων, νέας δ’ ὀπώρας ἡνίκ’ ἂν ξανθῇ στάχυς Αἰχύλ. Ἀποσπ. 305, πρβλ. Ideler Kalender de Griech. u. Röm. σελ. 15· ἡ ὥρα τῶν σφοδρῶν θυελλῶν, ἤματ’ ὀπωρινῷ ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεὺς Ἰλ. Π. 385, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672 κἑξ. Παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ. αἱ βροχαὶ αὗται ἀποδίδονται εἰς τὸν Νότον, ὅστις λέγεται ὅτι πνέει περὶ τὰ τέλη τῆς ὥρας ταύτης τοῦ ἔτους, ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν’ ἐπιόντα Νότοιό τε δεινὰς ἀήτας. Ὅταν λοιπὸν γίνηται λόγος περὶ βορρᾶ ὡς τοῦ ἐπικρατοῦντος ἀνέμου, πρέπει νὰ νοήσωμεν τὸ πρῶτον μέρος τῆς ὥρας ταύτης, ὡς δ’ ὅτ’ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδὲ’ ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ Ἰλ. Φ. 346, πρβλ. Ὀδ. Ε. 328. Ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καθόλου ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ θέρους, ἐπ’ ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει 4. 199. ΙΙ. ἐπειδὴ αὕτη ἦτο ὥρα τῶν καρπῶν (τεθαλυῖα ὀπ. Ὀδ. Λ. 191), κατήντησε νὰ σημαίνῃ αὐτὸ τοῦτο τὸν καρπόν, γλαυκῆς ὀπώρας .. χυθέντος εἰς γῆν Βακχίας ἀπ’ ἀμπέλου Σοφ. Τρ. 703· τέμνεται βλαστουμένη καλῶς ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 239· σικυούς, βότρυς, ὀπώραν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Νόμ. 844D, 845C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 8., 9. 42, 1· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰσαῖ. 88. 27· - ὁ Ἀλκμὰν (ἔνθ’ ἀνωτ.) καλεῖ τὸ μέλι κηρίναν ὀπάραν. ΙΙΙ. μεταφορ. ἡ θερινὴ ἀκμή, δηλ. ἀκμή, ἄνθος τῆς νεότητος, ὡς τὸ ὥρα, Πινδ. Ι. 2. 8 (πρβλ. μνάστειρα), Ν. 5. 11· ὥριμος παρθενία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 998, 1015· ὀπ. Κύπριδος Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F.

English (Slater)

ὀπώρα (-ας, -αν.) late summer δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153. met., οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd.: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) (N. 5.6) ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (I. 2.5)

English (Strong)

apparently from the base of ὀψέ and ὥρα; properly, even-tide of the (summer) season (dog-days), i.e. (by implication) ripe fruit: fruit.

English (Thayer)

ὀπωρας, ἡ (derived by some from ὄπις (cf. ὀπίσω), έ῾τομαι, and ὥρα; hence, the time that follows the ὥρα (Curtius, § 522); by others from ὀπός (cf. our sap) juice, and ὥρα, i. e. the time of juicy fruits, the time when fruits become ripe), from Homer down;
1. "the season which succeeds θέρος, from the rising of Sirius to that of Arcturus," i. e. late summer, early autumn, our dog-days (the year being divided into seven seasons as follows: ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλία).
2. ripe fruits (of trees): σου τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς for ὧν ἡ ψυχή σου ἐπιθυμεῖ, Jeremiah 40:10>), and often in Greek writings.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα)
εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο
μσν.-αρχ.
η εποχή του έτους από την επιτολή του Σειρίου μέχρι την επιτολή του Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος του καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου («ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας», Ξεν.)
αρχ.
1. το φθινόπωρο
2. μτφ. το άνθος της νεότητας, η ακμή της νεανικής ηλικίας
3. η ακμή, η ωριμότητα
4. φρ. α) «κηρίνα ὀπάρα» — το μέλι
β) «ὀπώρα ἐπιθυμίας» — απόλαυση επιθυμίας
5. ως κύριο όν. Ὀπύρα
η θεά προστάτιδα τών οπωρών και του φθινοπώρου, ακόλουθος της Ειρήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ., το α' συνθετικό της οποίας ανάγεται στην πρόθεση ὀπι- «μετά», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή (βλ. λ. όπισθεν). Προβλήματα παρουσιάζει όμως το β' συνθετικό της. Κατά μία άποψη, πρόκειται για τη λ. ὥρα (Ι), όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν οι τ. με δασεία ὁπώρα, μεθόπωρον, αλλά οι τ. αυτοί είναι δευτερογενείς και οφείλονται μάλλον σε αναλογική επίδραση της λ. ὥρα (Ι). Κατ' άλλους, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. οσαρᾱ «θέρος» (< σαρ), το οποίο συνδέεται με τύπους της Σλαβικής, Βαλτικής και Γερμανικής με θέμα σε -n- αντί -r- (πρβλ. αρχ. σλαβ. ĵeseni, ρωσ. oseni, αρχ. πρωσ. assanis «φθινόπωρο», γοτθ. asans «καλοκαίρι», αρχ. άνω γερμ. aran κ.λπ.). Από τον αμάρτυρο τ. οσαρᾱ η λ. ὀπ-ώρα έχει προέλθει με συναίρεση τών -οα- σε -ω- και δήλωνε την εποχή μετά το καλοκαίρι, την εποχή που περιλαμβάνει το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Μεθομηρικά η λ. ὀπώρα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τα φρούτα της εποχής αυτής, (σταφύλια, σύκα κ.λπ.), απ' όπου η σημ. της επεκτάθηκε σε όλους τους εδώδιμους καρπούς. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στη λ. φθινόπωρο.
ΠΑΡ. οπωρικός
αρχ.
οπωράριον, οπωρεύς, οπωριαίος, οπωρίζω, οπώριμος, οπωρινός
νεοελλ.
οπωρώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οπωροπώλης, οπωροφόρος
αρχ.
οπωροβασιλίς, οπωροβόρος, οπωροθήκη, οπωροκάπηλος, οπωρολόγος, οπωροτροφώ, οπωροφύλαξ, οπωρώνης
μσν.
οπωροδοτώ, οπωροπράτης, οπωροφαγώ, οπωροφθισία, οπωροφθόρος, οπωροφυής
νεοελλ.
οπωροθεραπεία, οπωροκηπευτικά, οπωρολαχανικά, οπωροσάκχαρο, οπωροφάγος].

Greek Monotonic

ὀπώρα: Ιων. -ρη, ἡ,
I. η περίοδος του έτους μεταξύ της εμφάνισης του Σείριου και του Αρκτούρου (δηλ. τέλη Ιουλίου, ολόκληρος ο Αύγουστος, και μέρος του Σεπτεμβρίου), το τέλος του καλοκαιριού, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, χρησιμ. για να δηλώσει το φθινόπωρο, παρότι οι κανονικοί τύποι ήταν τα φθινόπωρον και μετάπωρον, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. καθώς τότε ήταν η περίοδος ωρίμανσης των καρπών, κατέληξε να σημαίνει τον ίδιο τον καρπό, σε Σοφ., Πλάτ.
III. μεταφ., το άνθος του καλοκαιριού, δηλ. το άνθος της νιότης, σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: end of the summer, beginning of autumn (Il.), harvest, fruit (posthom.; cf. on θέρος).
Other forms: (ὁπ-), , Lac. (Alcm.) ὀπάρα (s. below).
Compounds: As 1. member e.g. in ὀπωρο-φύλαξ m. fruit watcher, garden watcher (Arist.).
Derivatives: 1. ὀπωρ-ινός belonging to ὀπ. (Il.; cf. Shipp Studies 77 w. lit.); 2. τὰ ὀπωρ-ιαῖα n. pl. fruits (Thphr.); 3. -ιμος fructiferous (Anon. ap. Suid.; after κάρπιμος, Arbenz 86f.); 4. -ιμεῖος of fruit, belonging to fruit (PLond.; uncertain); 5. -ικός belonging to ὀπ., also name of a medicine againt dysentery (Plin., Gp.); 6. Όπωρεύς m. surn. of Zeus in Akraiphia (inscr.; Bosshardt 44); hοπορίς f. PN (Lac. or Mess. inscr.), Hopora f. PN (Lat. inscr.). 7. ὀπωράριον = pomarium (Gloss.). 8. Denom. verb ὀπωρ-ίζω to reap (fruit), to harvest in autumn (IA.) ith -ισμός m. vintage (Aq.). -- Here also μετ-όπωρ-ον (μεθ-) what is after ὀπώρα, φθιν-όπωρ-ον when the ὀπ. ends, (late) autumn (IA.), hypostasis resp. governing comp. with thematic enlargement, cf. Schwyzer 442 :1c. From there μετ-, φθιν-οπωρ-ινός (IA.) a.o.
Origin: IE [Indo-European] [343] *h₁e/os-en-/ -er- harvest-time, summer
Etymology: The not rare, but unoriginal aspiration must have been taken from a word (ὥρα?) with closely related meaning. -- From *ὀπ-ο[σ]άρ-α contracted (from where Lac. ὀπάρα), abstractformation in from prepositional ὀπ(ι)- (s. ὄπισθεν) and a noun *ὄ[σ]αρ n., which is in the form of a regularly alternating n-stem retained in Balto-Slav. a. Germ., e.g. Serb.-Csl. jesenь, Russ. ósenь f. autumn, Goth. asans f. harvest, summer, OHG aran (to which Ernte); so prop. [[the time following ὄ[σ]αρ]], i.e. the summer following time. Schulze Q. 475 (= WP. 1, 161f., Pok. 343), Benveniste Origines 19.

Middle Liddell

ὀπώρα, Ionic -ρη, ἡ,
I. the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus (i. e. the end of July, all Aug., and part of Sept.), the end of summer, Od.: —later it was used for autumn, though φθινόπωρον or μετόπωρον were the proper terms for autumn, Ar., Xen.
II. since it was the fruit-time, it came to mean the fruit itself, Soph., Plat.
III. metaph. summer-bloom, i. e. the bloom of youth, Pind.

Frisk Etymology German

ὀπώρα: {opṓra}
Forms: (ὁπ-), -η, lak. (Alkm.) ὀπάρα (vgl. unten)
Grammar: f.
Meaning: Spätsommer, Frühherbst (seit Il.), Ernteertrag, Frucht, Obst (nachhom.; vgl. zu θέρος).
Composita : Als Vorderglied z.B. in ὀπωροφύλαξ m. ‘Obst-, Gartenwächter’ (Arist. u.a.).
Derivative: Davon 1. ὀπωρινός ‘zur ὀπ. gehörig’ (seit Il.; vgl. Shipp Studies 77 m. Lit.); 2. τὰ ὀπωριαῖα n. pl. Früchte (Thphr.); 3. -ιμος fruchttragend (Anon. ap. Suid.; nach κάρπιμος, Arbenz 86f.); 4. -ιμεῖος ‘Frucht-, zur Frucht gehörig’ (PLond.; unsicher); 5. -ικός ‘zur ὀπ. gehörig’, auch N. einer Arznei gegen Dysenterie (Plin., Gp.); 6. Ὀπωρεύς m. Ben. des Zeus in Akraiphia (Inschr.; Bosshardt 44); hοπορίς f. PN (lak. od. mess. Inschr.), Hopora f. PN (lat. Inschr.). 7. ὀπωράριον = pomarium (Gloss.). 8. Denom. Verb ὀπωρίζω ernten, Herbstlese halten (ion. att.) mit -ισμός m. Weinlese (Aq.). — Hierher noch μετόπωρον (μεθ-) [[was nach der ὀπώρα liegt]], φθινόπωρον ‘wo die ὀπ. zu Ende geht’, ‘(Spät)herbst’ (ion. att.), Hypostase bzw. verbales Rektionskomp. mit thematischer Erweiterung, vgl. Schwyzer 442 :1c. Davon μετ-, φθινοπωρινός (ion. att.) u.a.
Etymology : Die nicht seltene, aber unursprüngliche Aspiration muss aus einem sinnverwandten Wort (ὥρα?) eingedrungen sein. —Aus *ὀπο[σ]άρα kontrahiert (woraus lak. ὀπάρα), hypostatische Abstraktbildung auf -α von präpositionalem ὀπ(ι)-(s. ὄπισθεν) und einem Nomen *ὄ[σ]αρ n., das als damit regelmäßig alternierender n-Stamm im Baltoslav. u. Germ. erhalten ist, z.B. serb.-ksl. jesenь, russ. ósenь f. Herbst, got. asans f. Ernte, Sommer, ahd. aran (wozu Ernte); somit eig. ‘die auf das ὄ[σ]αρ, d.h. den Sommer folgende Zeit’. Schulze Q. 475 (= WP. 1, 161f., Pok. 343), Benveniste Origines 19.
Page 2,408

Chinese

原文音譯:Ñpèra 哦普-哦拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:果汁-時候
字義溯源:季節將盡,果熟待收,果子,果實;由(ὀψέ)=日暮)與(ὥρα)*=時辰)組成;其中 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭), (ὄπισθεν)出自(ὀπή)X=注意),而 (ὀπή)X又出自(ὀπτάνομαι)*=注視)。比較: (καρπός)=果實
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 果實(1) 啓18:14

English (Woodhouse)

autumn, fall of the year, time of fruit, tree fruit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἡ περίοδος ἀπό τά μέσα τοῦ Ἰούλη, ὅλος ὁ Αὒγουστος καί μέρος τοῦ Σεπτέμβρη, ἐποχή τῶν καρπῶν, καρπός). Ἴσως σύνθετη ἀπό τή ρίζα οπ- τοῦ ὄπισθεν + ὥρα (=ἡ ἐποχή μετά τό θέρος). Ἴσως ἀκόμα ἀπό τό ὀπός (=χυμός) + ὥρα (=καιρός τοῦ χυμοῦ).
Παράγωγα: ὀπωρίζω (=μαζεύω καρπούς), ὀπωρινός, ὀπωρικός, ὀπωροφόρος, φθινόπωρον.

Léxico de magia

ἡ plu. frutos de la estación παρακείσθωσαν ἐπὶ τῆς τελετῆς ἄρτοι καθάρειοι καὶ ὅσα ἀκμάζει τῶν ὀπωρῶν en la consagración deben estar dispuestos panes blancos y frutos de la estación P V 231

Translations

fruit

Afrikaans: vrug, vrugte; Akan: aba; Aklanon: bunga; Albanian: frutë; Alviri-Vidari: میوه‎; Amharic: ፍራፍሬ; Arabic: ثَمَرَة‎; Aragonese: fruita; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܛܥܘܼܢܬܵܐ‎, ܝܵܝܡܝܼܫ‎, ܦܹܐܪܵܐ‎; Classical Syriac: ܦܐܪܐ‎; Arawak: iwi; Armenian: պտուղ, միրգ, բար; Aromanian: fructu, frut, poamã, carpo; Assamese: ফল; Asturian: frutu; Avar: пихъ; Azerbaijani: meyvə; Babuza: boa; Bahnar: plei; Bashkir: емеш; Basque: fruta, fruitu; Bavarian: Frucht, Obst; Belarusian: садаві́на, плод; Bengali: ফল; Bodo: फिथाइ; Breton: frouezh, frouezhenn; Brunei Malay: buah; Bulgarian: плод, овошка; Burmese: အသီး, သစ်သီး; Buryat: жэмэс; Catalan: fruit; Central Melanau: buak; Chamicuro: sokajki; Chechen: стом; Chichewa: chipatso; Chinese Cantonese: 果, 果實/果实; Dungan: готян; Mandarin: 果, 果實/果实; Min Nan: 果, 果子, 樹子/树子, 果實/果实; Chuvash: ҫимӗҫ; Coptic: ⲟⲩⲧⲁϩ, ⲉⲧⲁϩ; Czech: ovoce, plod; Danish: frugt; Drung: shingshi, vngshi; Dutch: vrucht, fruit; Eastern Cham: ꨀꨯꨝꨱꩍ; Esperanto: frukto; Estonian: puuvili; Ewe: kutsetse; Faroese: frukt; Finnish: hedelmä; French: fruit; Old French: fruit; Middle French: fruict; Friulian: pome, frut; Galician: froita, froito; Ge'ez: ፍሬ; Georgian: ხილი, ნაყოფი; German: Frucht; Godoberi: перхъи; Gothic: 𐌰𐌺𐍂𐌰𐌽; Greek: καρπός, οπώρα, οπωρικό, φρούτο; Ancient Greek: καρπός, ὀπώρα; Guaraní: yva; Gujarati: ફળ; Haitian Creole: fwi; Hawaiian: hua; Hebrew: פְּרִי‎, פֵּרוֹת / פירות‎; Higaonon: bunga; Hindi: फल, मेवा; Hungarian: gyümölcs; Iban: buah; Icelandic: ávöxtur, aldin; Ido: frukto; Ilocano: bunga; Indonesian: buah; Ingrian: ploda; Interlingua: fructo; Iranun: unga; Irish: toradh, meas; Italian: frutto; Iu Mien: biouv; Japanese: 果実, 果物, フルーツ; Javanese: woh; Kannada: ಫಲ; Kazakh: жеміс, мәуе; Khmer: ផ្លែឈើ; Kikuyu: itunda; Korean: 과일; Kumyk: емиш; Kurdish Central Kurdish: fêkî, mêwe, میوە‎; Kyrgyz: жемиш, мөмө; Lakota: waskuyeca; Lao: ຫມາກໄມ້, ໝາກຜົນ, ຜະລາ, ຜົນ, ໜ່ວຍ; Latin: frux, fruges, pomum, fructus; Latvian: auglis; Lezgi: емиш; Lingala: mbuma; Lithuanian: vaisius; Lombard: frutt; Lü: ᦖᦱᧅ; Macedonian: плод, овошје, овошка; Malay: buah; Malayalam: പഴം, ഫലം, കായ; Manchu: ᡨᡠᠪᡳᡥᡝ; Mansaka: bonga; Manx: mess; Maore Comorian: mbiya; Maori: hua, huarākau; Maranao: bonga; Marathi: फळ; Mizo: rah; Mohawk: káhi; Mongolian Cyrillic: үр, жимс; Nahuatl: xocotl; Nanai: амтака; Neapolitan: frutto, frutta; Nepali: फल; Northern Norwegian Bokmål: frukt; Nynorsk: frukt; Occitan: frut; Odia: ଫଳ; Ojibwe: miiniwin, miiniwinan; Old Church Slavonic Cyrillic: плодъ; Old East Slavic: плодъ; Old English: wæstm, ofett; Old Javanese: wwah; Old Portuguese: fruito, fruyto; Oromo: fuduraa; Ossetian: дыргъ; Ottoman Turkish: یمیش‎, میوه‎, ثمر‎; Pacoh: culay; Papiamentu: fruta; Pashto: مېوه‎; Persian: میوه‎, میوه‎, ثمر‎, بار‎; Piedmontese: fruta; Plautdietsch: Frucht; Polish: owoc; Portuguese: fruta, fruto; Punjabi: ਫਲ; Puyuma: bua; Quechua: ruru; Rabha: থে; Romagnol: fròtta; Romanian: fruct, poamă, rod; Romansch: fritg, fretg, früt; Russian: плод, фрукт, фрукты; S'gaw Karen: တၤသူတၤသၣ်; Sanskrit: फल; Sardinian: frutu; Scottish Gaelic: meas, toradh; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀ће, воћкa, пло̑д; Roman: vòće, voćka, plȏd; Shan: မၢၵ်ႇ; Sicilian: fruttu; Sidamo: guma; Sinhalese: එල, පලතුරු; Siraya: voa; Slovak: ovocie; Slovene: sadež, plod; Sorbian Lower Sorbian: płod; Spanish: fruta, fruto; Sumerian: 𒄃; Swahili: tunda, matunda; Swedish: frukt; Sylheti: ꠚꠟ; Tabaru: sowoko; Tagalog: bunga; Tajik: мева; Talysh Asalemi: میوه‎; Tamil: பழம், கனி; Tarantino: frutte; Tatar: җимеш; Tausug: bunga; Telugu: పండు, ఫలము; Ternate: sofo; Tetum: ai-fuan; Thai: ลูก, ผล, ผลไม้; Tibetan: ཤིང་ཏོག; Tocharian B: oko, taiwe; Tongan: fua; Turkish: meyve, yemiş; Turkmen: iymis, miwe; Uab Meto: fua'; Ugaritic: 𐎔𐎗; Ukrainian: плід, фрукт; Urdu: پھل‎, ثمر‎; Uyghur: مېۋە‎; Uzbek: meva, mevali; Vietnamese: quả, trái, trái cây; Volapük: fluk; Walloon: frut; Welsh: ffrwyth; West Frisian: frucht; Western Panjabi: پھل‎; White Hmong: txiv; Yiddish: פֿרוכט‎, אויפּס‎; Yoruba: èso; Zhuang: mak, gojsiz; Zulu: isithelo; ǃXóõ: ǀnàn

autumn

Abaza: дзны; Abkhaz: ҭагалан, хкаарачан; Adyghe: бжыхьэ; Afrikaans: herfs; Albanian: vjeshtë, britëm; Amharic: መፀው, በልግ; Arabic: خَرِيف; Egyptian Arabic: خريف; Hijazi Arabic: خريف; Moroccan Arabic: خريف; Aragonese: agüerro, sanmigalada, aborral; Armenian: աշուն; Aromanian: toamnã; Assamese: শৰৎকাল, শৰৎ; Assyrian Neo-Aramaic: ܬܸܫܪ̈ܝܹܐ; Asturian: seronda; Atayal: hawqan abaw; Avar: хасалихълъи; Azerbaijani: payız, güz; Bashkir: көҙ; Basque: udazken; Belarusian: восень, увосень, ўвосень; Bengali: শরৎ, হেমন্ত; Bikol Central: tagtarataan; Breton: diskar-amzer; Brunei Malay: musim luruh; Bulgarian: есен; Burmese: ဆောင်းဦး; Buryat: намар; Carpathian Rusyn: осинь; Catalan: tardor; Central Atlas Tamazight: ⴰⵎⵡⴰⵏ; Central Melanau: musim laraih; Chechen: гуьйре; Cherokee: ᎤᎶᎪᎰᏍᏗ; Chinese Cantonese: 秋天, 秋季; Dungan: чютян; Hakka: 秋季; Hokkien: 秋天; Mandarin: 秋天, 秋季; Northern Min: 秋天; Wu: 秋天; Chuvash: кӗркунне; Cornish: kynnyav; Crimean Tatar: küz; Czech: podzim; Dalmatian: autun; Danish: efterår, høst; Dargwa: гӏебшни; Daur: namur; Dolgan: күһүн; Dutch: herfst, najaar; Elfdalian: ost, lovbliku; Erzya: сёксь; Esperanto: aŭtuno; Estonian: sügis; Etruscan: 𐌀𐌕𐌖𐌍𐌄; Even: болани; Evenki: болони; Faroese: heyst; Finnish: syksy; French: automne; Friulian: autun, Autun, atom, Atom, sierade, Sierade, sorunviêr, Sorunviêr; Galician: outono; Gallurese: attugnu, ottugnu, vaggjmu; Georgian: შემოდგომა; German: Herbst, Herbstzeit; Greek: φθινόπωρο; Ancient Greek: ὀπώρα, φθινόπωρον; Greenlandic: ukiaq, ukiaĸ; Guaraní: araroguekúi, ro'yñepyrũ; Gujarati: પાનખર; Hebrew: סתיו / סְתָו; Hindi: शरद्, पतझड़, ख़िज़ाँ, पाईज़; Hungarian: ősz; Hunsrik: Herrebst; Icelandic: haust; Ido: autono; Ilocano: duppo; Indonesian: musim gugur; Ingrian: syksy; Ingush: гийре; Interlingua: autumno; Irish: fómhar; Italian: autunno; Japanese: 秋, 秋季, 秋期; Jeju: ᄀᆞ슬, ᄀᆞ을; Kabardian: бжьыхьэ; Kalmyk: намр; Kannada: ಶರತ್ಕಾಲ; Kapampangan: kalugus; Karachay-Balkar: къач, кюз; Karelian: sygyzy; Kashmiri: ہَرُد; Kashubian: jeséń; Kazakh: күз; Khakas: кӱскӱ; Khmer: សរទៈ; Klamath-Modoc: sʔaLam; Korean: 가을, 추계(秋季); Kumyk: гюз; Kurdish Central Kurdish: پاییز, خەزان; Northern Kurdish: payiz; Kyrgyz: күз; Lak: ссут; Lao: ລະດູໃບໄມ້ຫຼົ່ນ, ລະດູໃບໄມ້ຫລົ່ນ, ລຶດູໃບໄມ້ຫລົ່ນ; Latgalian: rudiņs; Latin: autumnus; Latvian: rudens; Lezgi: зул; Ligurian: aotùnno; Lishana Deni: גׄירי; Lithuanian: ruduo; Livvi: sygyzy; Louisiana Creole French: otònn, lotònn; Low German German Low German: Harvst, Harvsttiet; Luxembourgish: Hierscht; Macedonian: есен; Malagasy: fararano; Malay: musim gugur, musim luruh; Malayalam: ശരത്കാലം; Maltese: ħarifa; Manchu: ᠪᠣᠯᠣᡵᡳ; Maori: ngahuru; Marathi: शरद; Mari Eastern Mari: шыже; Western Mari: шӹжӹ; Megleno-Romanian: toamnă; Middle English: hervest; Middle Korean: ᄀᆞᅀᆞᆶ; Mingrelian: დამორჩილი; Mòcheno: herbest; Moksha: сёксе; Mongolian Cyrillic: намар; Mongolian: ᠨᠠᠮᠤᠷ; Montagnais: takuatshin; Nanai: боло; Navajo: aakʼee, aakʼeed; Nepali: शरद; Nivkh: тилф; Norman: erchéyant, autaomme, S'tembre, arryire; North Frisian: Hārefst; Northern Mansi: таквс; Norwegian Bokmål: høst; Nynorsk: haust; Occitan: auton, tardor; Okinawan: 秋; Old Church Slavonic Cyrillic: ѥсень; Old East Slavic: осень; Old English: hærfest; Old Korean: 秋察; Old Prussian: assanis; Oromo: birraa; Osage: htąątą́; Ossetian: фӕззӕг; Pannonian Rusyn: єшень; Pashto: منى, خمسور, خزان, پاڼ رېژ, پاڼي رژون; Persian Iranian Persian: پائیز, خَزان, خَریف, پاییز; Plautdietsch: Hoafst; Polabian: jisin; Polish: jesień; Portuguese: outono; Punjabi Gurmukhi: پت جھڑ, ਪਤਝੜ, ਖਿਜਾਂ; Romagnol: autôn; Romanian: toamnă; Romansch: atun, utuon; Russian: осень; Sami Inari Sami: čohčâ; Kildin Sami: че̄ххч; Northern Sami: čakča; Skolt Sami: čõhčč; Ter Sami: чаккч; Sanskrit: शरद; Sardinian: atonzu, atongiu, atognu; Campidanese: attonzu; Logudorese: attonzu; Sassarese: attugnu; Saterland Frisian: Häärst; Scots: back-end, hairst; Scottish Gaelic: foghar; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏се̄н; Roman: jȅsēn; Shor: кӱскӱ; Sicilian: autunnu; Sindhi: سرء, خزان, خريف; Sinhalese: සරත් ඍතුව; Slovak: jeseň; Slovene: jesén; Somali: dayr; Sorbian Lower Sorbian: nazyma, nazymje; Upper Sorbian: nazyma; Spanish: otoño; Sudovian: asenis; Svan: მუჟღვერ; Swahili: vuli, majira ya pukutiko, kipindi cha bubujiko; Swedish: höst; Tabasaran: чвул; Tagalog: taglagas; Tajik: тирамоҳ, поиз; Talysh: poz; Tamil: இலையுதிர்காலம்; Tat: поризэ, pariz; Tatar: көз; Telugu: శరత్కాలం, ఆకురాలుకాలం; Thai: ใบไม้ร่วง, ฤดูใบไม้ร่วง, หน้าใบไม้ร่วง; Tibetan: སྟོན་ཀ; Tigrinya: ቀውዒ; Tlingit: yeis; Turkish: güz, hazan, sonbahar; Turkmen: güýz; Tuvan: күс; Udmurt: сӥзьыл; Ukrainian: осінь; Ulch: боло; Urdu: خَزاں, خِزاں, پائِیز, سَرَد, پَت جَھڑ, خَرِیف; Uyghur: كۈز; Uzbek: kuz; Venetan: utuno, otuno, auton; Vietnamese: mùa thu, thu); Vilamovian: hiewyst; Volapük: fluküp; Votic: sütšüzü; Welsh: hydref; West Frisian: hjerst; White Hmong: caij mplooj zeeg; Winnebago: cąąnį; Wolof: lolli; Yakut: күһүн; Yiddish: האַרבסט, אָסיען; Yoruba: ìgbà ìwọ́wé, ìgbà ìkórè, ìgbà fọ́ọ̀lù, ìgbà ọ́tọ́ọ̀mù; Yup'ik: uksuaq; Zazaki: payız, hazan; Zhuang: cou, seizcou; Zulu: ukwindla, ikwindla class 5/6