μώριος

Revision as of 15:07, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148. 2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180. 3 a plant used in philtres, Hsch.

Greek Monolingual

μώριος, ἡ (Α) μωρός
μτγν.
1. το φυτό μανδραγόρας
2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν
3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια.