A alter, τοὔνομα Pl.Plt.276c.
[Seite 154] umändern, τοὔνομα, Plat. Polit. 276 c. ·
μετασκευωρέομαι: ἀποθ, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, Πλάτ. Πολιτ. 276C.
μετασκευωρέομαι: переделывать, изменять (τοὔνομα Plat.).