A sell after or again, Phryn.PSp.88 B.
[Seite 152] (s. πιπράσκω), nachher oder wieder verlaufen, Schol. Ar. Nubb. 1199; VLL.
μεταπιπράσκω: πωλῶ μετὰ ταῦτα ἢ ἐκ νέου, Α. Β. 51.
μεταπιπράσκω (Α)πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πιπράσκω «πουλώ»].