Adv., ἡ μ. (sc. ἡμέρα) A the day after tomorrow, Gloss.
[Seite 156] nach morgen, übermorgen, ἡ μετ., sc. ἡμέρα, der übermorgende Tag, Sp.
μεταύρῐον: Ἐπίρρ., ἡ μεταύριον, (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ μετὰ τὴν αὔριον ἡμέρα, Γλωσσ.
μεταύριον (Α)επίρρ. βλ. μεθαύριο.