μηκυσμός

Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A lengthening, esp. of vowels, Eust.81.6.

German (Pape)

[Seite 172] ὁ, das Langmachen, das Langaussprechen der Vocale, Eust. 81, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μηκυσμός: ὁ, ἡ μήκυνσις, ἰδίως τῶν φωνηέντων, Εὐστ. 81. 6.

Greek Monolingual

μηκυσμός, ὁ (Α) μηκύνω
η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η μήκυνση φωνήεντος.