A v. μητίομαι.
μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.
μητίζομαι (Α)(δ. γρφ.) μητίομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.
μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).