μητίζομαι

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίζομαι Medium diacritics: μητίζομαι Low diacritics: μητίζομαι Capitals: ΜΗΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: mētízomai Transliteration B: mētizomai Transliteration C: mitizomai Beta Code: mhti/zomai

English (LSJ)

v. μητίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.

Greek Monolingual

μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.