μισόνοθος
English (LSJ)
ον, A hating bastards, APl.4.94 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 192] den Bastard hassend, Ἥρη, in Beziehung auf Herakles, Archi. 27 (Plan. 94).
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόνοθος: -ον, ὁ, μισῶν τοὺς νόθους, Ἀνθ. Πλαν. 94.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait le bâtard (Héraclès), ép. d’Héra.
Étymologie: μισέω, νόθος.
Greek Monolingual
μισόνοθος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους νόθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νόθος.
Greek Monotonic
μῑσόνοθος: -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
μῑσό-νοθος, ον
hating bastards, Anth.