ὁ, A solitary life, solitude, Eust.636.36.
[Seite 201] ὁ, einsames, bes. Mönchs-Leben, K. S.
μονασμός: ὁ, (μονάζω) βίος μοναχικός, ἐρημία, «μοναξία», Εὐστ. 636. 36.
μονασμός, ὁ (ΑΜ) μονάζωμοναχικός βίος, απομόνωση, μοναξιά.