τό, Dim. of A μύλη 1, of a spell used in grinding salt, PMag.Par.1.3087.
molinillo
μυλάριον, τὸ (Α) μύλη(για άσμα που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα του άλατος) υποκορ. του μύλη.